κατευφημώ

κατευφημώ
κατευφημῶ, -έω (AM) (επιτ. τ. τού ευφημώ)
1. προσφωνώ κάποιον με επαίνους και ευφημίες, επευφημώ, εξυμνώ («τῶν δήμων κατευφημούντων τὸν τύραννον», Θεοφύλ. Σ.)
2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον, εγκωμιάζω, επαινώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + εὐφημῶ «λέγω καλά λόγια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατευφημίζω — (Α) (επιτ. τ. τού ευφημίζω) κατευφημώ*, εγκωμιάζω, πλέκω εγκώμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημίζω «λέγω καλά λόγια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”